- ἑτοιμασίης
- ἑτοιμασίαreadinessfem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετοιμασία — η (ΑΜ ἑτοιμασία) [ετοιμάζω] προπαρασκευή, προεργασία, προετοιμασία («οι ετοιμασίες για τον χορό ήταν μεγάλες») αρχ. μσν. 1. ετοιμότητα, προθυμία, διάθεση (α. «πρὸς ὑπουργίας ἑτοιμασίης», Ιπποκρ. β. «ἡ πρὸς τὸ κρεῑττον ἑτοιμασία», Γρηγ. Νύσσ.) 2.… … Dictionary of Greek